-
1 επιταγή
-
2 ταχυδρομικός
η, ό[ν] 1.1) почтовый;ταχυδρομικό δελτάριο — почтовая открытка;
ταχυδρομική επιταγή — почтовый перевод;
2) относящийся к курьеру, курьерский;2.:ο ταχυδρομικός (υπάλληλος) — почтовый служащий
1 επιταγή
2 ταχυδρομικός
ταχυδρομικό δελτάριο — почтовая открытка;
ταχυδρομική επιταγή — почтовый перевод;
ο ταχυδρομικός (υπάλληλος) — почтовый служащий